έχθαρ

έχθαρ
ἔχθαρ, τὸ (Μ)
έχθος, μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. μεταπλασμένος τ. τού έχθος «μίσος» κατά τα ουδ. εις -αρ (πρβλ. νέκτ-αρ, πί-αρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εχθαίρω — (Α ἐχθαίρω) εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ. β. «ἵν ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παθ. εχθαίρομαι είμαι μισητός, μισούμαι (α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ. «ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῡ», Σοφ.) 2. (για πράγματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”